- ἐπίσπασις
- ἐπίσπασιςdrawing infem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπισπάσει — ἐπίσπασις drawing in fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπισπάσεϊ , ἐπίσπασις drawing in fem dat sg (epic) ἐπίσπασις drawing in fem dat sg (attic ionic) ἐπισπά̱σει , ἐπισπάω draw aor subj act 3rd sg (epic doric aeolic) ἐπισπά̱σει , ἐπισπάω draw… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίσπασιν — ἐπίσπασις drawing in fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίσπαση — η (Α ἐπίσπασις) [επισπώ] τράβηγμα νεοελλ. η πρόκληση τοπικής υπεραιμίας σε περιοχή τού δέρματος για να εξουδετερωθεί φλεγμονή οργάνου ή να προκληθεί τοπική νευρική διέγερση αρχ. τράβηγμα, απορρόφηση («καὶ τὴν ἐπίσπασιν τῆς τροφῆς», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
ἐπισπάσεως — ἐπισπάσεω̆ς , ἐπίσπασις drawing in fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισπάσῃ — ἐπισπάσηι , ἐπίσπασις drawing in fem dat sg (epic) ἐπισπά̱σῃ , ἐπισπάω draw aor subj mid 2nd sg (doric aeolic) ἐπισπά̱σῃ , ἐπισπάω draw aor subj act 3rd sg (doric aeolic) ἐπισπά̱σῃ , ἐπισπάω draw fut ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἐπισπάω draw aor … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)